- καταδιώκει
- καταδιώκωfollow hard uponpres ind mp 2nd sgκαταδιώκωfollow hard uponpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιγοδίωξ — αἰγοδίωξ ( ωκος), ο (Α) αυτός που καταδιώκει, κυνηγάει κατσίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ γὸς + διώκω] … Dictionary of Greek
διωκτήρ — διωκτήρ, ο (Α) [διώκω] αυτός που καταδιώκει ή παρακολουθεί προσεκτικά κάποιον … Dictionary of Greek
διώκτης — ο (AM διώκτης, ο θηλ. διῶκτις και διώκτρια, η) [διώκω] 1. αυτός που καταδιώκει ή επιζητεί να εξοντώσει κάποιον 2. κυνηγετικό σκυλί μσν. αυτός που απομακρύνει … Dictionary of Greek
ελατήρ — και ελατήρας, ο (AM ἐλατήρ, ο θηλ. ἐλάτειρα, η) μυς που κινεί φτερά ή μέλη σώματος νεοελλ. 1. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών ελατηριδών 2. πληθ. οι ελατήρες ειδικοί σωληνίσκοι ωρισμένων φυτών με τους οποίους εκσφενδονίζονται μακριά τα… … Dictionary of Greek
ελατήριο — το (AM ἐλατήριος, ον) νεοελλ. 1. όργανο μηχανών ή συσκευών με το οποίο ωθείται κάτι σε κίνηση («το ελατήριο τού ρολογιού, τα ελατήρια τής μηχανής») 2. βαθύτερη αιτία, κίνητρο («τα ελατήρια τού εγκλήματος, τών ενεργειών κ.λπ.») 3. φρ. «πετάχτηκα,… … Dictionary of Greek
θεομαχία — η (AM θεομαχία) [θεομάχος] 1. η μάχη κατά τού θεού 2. μάχη μεταξύ τών θεών νεοελλ. το να πολεμά κάποιος την πίστη σχετικά με την ύπαρξη τού θεού ή να καταδιώκει τη θρησκεία … Dictionary of Greek
καταδίωξη — η [καταδιώκω] 1. συνεχής και επίμονη κίνηση εναντίον άψυχου ή ζωντανού κινούμενου στόχου με σκοπό την καταστροφή ή την αιχμαλωσία του («τα αεροπλάνα μας συνέχισαν την καταδίωξη τών εχθρικών αεροπλάνων») 2. παρακολούθηση για σύλληψη ή φόνο… … Dictionary of Greek
καταδιώκω — (AM καταδιώκω, Μ και καταδιώχνω) κυνηγώ κάποιον για να τόν συλλάβω ή να τόν σκοτώσω, διώκω κάποιον επίμονα νεοελλ. 1. ακολουθώ κατά πόδας κινούμενο άψυχο ή ζωντανό στόχο για να τόν καταστρέψω ή να τόν αιχμαλωτίσω 2. επιδιώκω να βλάψω κάποιον,… … Dictionary of Greek
καταδρομέας — ο 1. αυτός που καταδιώκει, ο διώκτης 2. ναυτ. κουρσάρος 3. στρατιωτικός ειδικά εκπαιδευμένης ευέλικτης μονάδας στην οποία ανατίθενται δύσκολες, συνήθως αιφνιδιαστικές, αποστολές. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά το σχήμα ἐπέδραμον επιδρομή επιδρομεύς σχηματίστηκε… … Dictionary of Greek
κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι … Dictionary of Greek